ταυτομέρεια

ταυτομέρεια
η, Ν
χημ. μορφή ισομέρειας που συνίσταται στην ιδιότητα ορισμένων χημικών ενώσεων να βρίσκονται υπό περισσότερες μορφές σε ισορροπία μεταξύ τους μέσω τής παρουσίας ενός κοινού ιόντος, αλλ. δεσμοτροπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tautomerie (< ταυτομερής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • ταυτομερής — ές, Ν 1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που παρουσιάζει ταυτομέρεια* 2. βιολ. (για συζευκτικό νευρώνα) αυτός τού οποίου τα διάφορα μέρη εμπεριέχονται στο ίδιο ημιμόριο τού νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tautomere < ταυτ(ο) * …   Dictionary of Greek

  • Κλάιζεν, Λούντβιχ — (Ludwig Claisen, Κολονία 1851 – Γκόντεσμπεργκ 1930). Γερμανός χημικός. Σπούδασε στη Βόνη και για μικρό διάστημα στο Γκέτινγκεν, ενώ πραγματοποίησε τη διδακτορική του διατριβή στη Βόνη, υπό την εποπτεία του Κεκιλέ (βλ. λ.). Εργάστηκε για τέσσερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”